-
1 υπέροπλοι
-
2 ὑπέροπλοι
-
3 ὑπέροπλος
ὑπέροπλος, -ονa monstrousκόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον O. 1.57
b insolentἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48
Λαπιθᾶν ὑπερόπλων P. 9.14
frag. ] ὑπέροπλοι π[ ?fr. 349.
См. также в других словарях:
ὑπέροπλοι — ὑπέροπλος insolent masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)